
Επίσης υπήρξε κοινωνιολόγος, πολιτικός και πολυγραφότατος ιστορικός μελετητής της ελληνικής ιστορίας, από την αρχαιότητα έως την σύγχρονη εποχή. Υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος – Κομμουνιστικό ή ΣΕΚΕ(Κ) (1920), προκατόχου του ΚΚΕ, και διετέλεσε γενικός γραμματέας του (1920–1924) και διευθυντής του Ριζοσπάστη (1922–1924). Το 1927, αποχώρησε από το ΚΚΕ, επειδή διαφώνησε με τις θέσεις του κόμματος για την Μακεδονία. περισσότερα στην:wikipedia
Σημείωση: για καθαρά πρακτικούς λόγους… θα ολοκληρωθεί σε συνέχειες:
I. ΝΕΑ ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ
- Πάλη κατά του ιδεαλισμού.
Στα χρόνια αυτά, που η παρακμή στην κυρίως Ελλάδα πλαταίνει όλο και πιο πολύ, ανάμεσα στις άλλες φιλοσοφικές Σχολές προβάλλει o υλισμός, που δίνει γερό χτύπημα στις κάθε λογής ιδεαλιστικές διδασκαλίες. Η νέα Σχολή δεν κάνει κανένα συμβιβασμό και, άσχετα από τις πολιτειακές και κοινωνικές αντιλήψεις, βάζει σαν πρωταρχικό πρόβλημα να ξεσκλαβώσει την ανθρώπινη κοινωνία από τις θρησκευτικές δεισιδαιμονίες. Η ευτυχία του ανθρώπου ως ένα μεγάλο βαθμό ταράσσεται από τις τέτοιες προλήψεις. Η θρησκεία κρατά τον άνθρωπο μακριά από τον αληθινό προορισμό του και δεν τον αφήνει να χαρεί τη ζωή του.
Οι παλιές διδασκαλίες της ιωνικής Σχολής και κυρίως του Δημόκριτου ξαναφρεσκάρονται. Με επιμονή και πείσμα ενάντια στην παράδοση, η νέα Σχολή ξανακαθαρίζει το δρόμο της φιλοσοφίας, προσπαθώντας να την ξαναφέρει στην αληθινή της αποστολή. Μα δεν ήταν εύκολο το έργο της.
Όσα όμως εμπόδια κι αν βρήκε από τις άλλες Σχολές, δεν έκανε καμιάν υποχώρηση κι ως το τέλος με συνέπεια έφερε τον υλισμό σε νέα ακμή. Όπως το ξαναείπαμε, στα παλαιά εκείνα χρόνια, από τις τοτινές ιστορικές συνθήκες, η υλιστική φιλοσοφία δεν μπορούσε να διατυπωθεί σε ολοκληρωμένο σύστημα ωστόσο, έκανε πολλές καταχτήσεις στην ερευνητική της προσπάθεια. Και η πάλη της νέας Σχολής ενάντια στον ιδεαλισμό αποτελεί την πιο λαμπρή φιλοσοφική ανάταση, που έχει να μας παρουσιάσει η ελληνική διανόηση στα χρόνια της παρακμής.
- Επίκουρος
Αρχηγός τού νέου υλισμού είναι o Επίκουρος. Γεννήθηκε στη Σάμο το χειμώνα του 342/1 κι ήταν γιος κληρούχου “Αθηναίου, που φρόντισε να του δώσει καλή μόρφωση. Στην αρχή – αρχή, έκανε το γραμματοδιδάσκαλο, όπως ήταν κι ο πατέρας του (βλ. Στραβ., XIV, 638). Ύστερα, αφού μαθήτευσε στη Σχολή τού Ναυσικράτη. άκουσε ίσως και τον πλατωνικό Πάμφιλο. Μυαλό ξυπνό, ρίχτηκε στην μελέτη και μορφώθηκε όσο λίγοι στην εποχή του. Διάβασε τα συγγράμματα του Δημόκριτου, καθώς και του Αναξαγόρα και Αρχελάου (βλ. Διογέν. Λαέρτ., Χ, 3 και 12) και δίχως άλλο και τού Πλάτωνα τους διαλόγους και τού Αριστοτέλη τις συγγραφές. Είν” αλήθεια, πως όταν πια μορφώθηκε καλά ισχυρίζονταν πως ήταν αυτοδίδακτος (Διογ. Ααέρτ., Χ, 13) Θαρρώ πως ο τέτοιος ισχυρισμός του ήταν απάντηση στις κατηγορίες των έχτρων του, που λέγανε πως η διδασκαλία του δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά αντιγραφή της φυσικής τού Δημόκριτου και τα όσα δίδασκε για την ηδονή ο Αρίστιππος. Ήθελε να πει ο Επίκουρος, πως στη διατύπωση τού φιλοσοφικού του συστήματος εργάστηκε με πρωτοβουλία και αυτοτέλεια, μην ακολουθώντας πιστά καμιά ξένη διδασκαλία και θεωρία. Και σ” αυτό είχε δίκαιο. Πήρε βέβαια πολλά από τη φυσική τού Δημόκριτου, δεν είναι όμως ένας απλός αντιγραφέας του, όπως πίστευαν πολλοί από τους αρχαίους κι όπως παραδέχονται σχεδόν όλοι οι νεότεροι ιστορικοί της φιλοσοφίας. Αυτό είναι λάθος. Ο Επίκουρος δε δίδαξε τα ίδια που δίδαξε ο Δημόκριτος. την αντίληψη πως ήταν αυτοδίδακτος, (βλ. το άπόσ. 123. Τα αποσπάσματα του Επίκουρου έχουν συγκεντρωθεί παλαιότερα (1887) από τον Η. Usnerκαι εκδοθεί με τον τίτλο Epicurea).
Πρέπει να σημειώσουμε ακόμα, πως ο Επίκουρος, διατυπώνοντας το δικό του δόγμα, βρίσκονταν σε αντίθεση με τους παλαιούς φυσικούς, καθώς και με τις άλλες Σχολές (βλ. Ιππόλυτου, Φιλοσοφ., Α, 22 Diels, Dox., 571 – 572)
Τη δ ι α φ ο ρ ά που υπάρχει ανάμεσα δημοκρατικής και επικούρειας φιλοσοφίας, πρώτος στα νεότερα χρόνια την πρόσεξε ο Karl Marx. Η εναίσιμη διδακτορική διατριβή του, που την υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας και εγκρίθηκε και μ” αυτήν ανακηρύχτηκε διδάκτορας στις
15 Απριλίου 1841, αυτό το θέμα έχει και φέρνει τον τίτλο: «Differenzder demokritischen und epikurischen Naturphilo sophie. Ο Μαρξ τονίζει μάλιστα στον πρόλογο της διατριβής του, πως λύνει άλυτο ίσα με τα τότε πρόβλημα της ιστορίας της έλλην. φιλοσοφίας. Οι αρχαίοι, λέει, δεν έχουν δίκαιο να ισχυρίζονται, πως ο Επίκουρος αντέγραφε τον Δημόκριτο και η πρόληψη τούτη, λέει, επηρέασε όλους τους νεώτερους ιστορικούς της φιλοσοφίας κι έτσι, σα να πούμε, πολιτογραφήθηκε στα χρονικά της φιλοσοφίας. Παρ” όλη όμως την πειστικότητα που έχουν τα επιχειρήματα του Marx, γιατί στηρίζονται στα κείμενα του Δημόκριτου και Επίκουρου, οι νεότεροι δεν τα πρόσεξαν κι εξακολουθούν να πιστεύουν, πως ο Επίκουρος είν” ένας φιλόσοφος που δεν έκανε τιποτ” άλλο, παρά να ξαναφέρει στη μέση τη δημοκρατική φυσική φιλοσοφία.
Δυστυχώς δε σωθήκαν ούτε του Δημόκριτου, ούτε του Επίκουρου κι έτσι, δεν μπορούμε σήμερα να κάνουμε σύγκριση κι αντιπαραβολή. Απ όσα όμως αποσπάσματα έχουμε κι απ” όσα ξέρουμε από έμμεσες πηγές, αν προσέξουμε καλά κι εμβαθύνουμε στο νόημα τους, θα ιδούμε πως είχε δίκαιο ο Επίκουρος να λέει και να τονίζει, πως διατύπωσε δικό του φιλοσοφικό σύστημα. Όσο κι αν σε πολλά σημεία δεν ξεπερνάει τη φυσική τού Δημόκριτου, ωστόσο έχει αρκετή πρωτοτυπία και πολλά νέα στοιχεία. Από την αιτία αυτή, Έγινε ονομαστός στα χρόνια του και η Σχολή του άσκησε μεγάλη επίδραση.
Πριν έρθει κι εγκατασταθεί στας Αθήνας, πήγε στη Μυτιλήνη και στα 310 ίδρυσε εκεί δική του Σχολή, που σε λίγο τη μετέφερε στη Λάμψακο, μα κι εκεί δεν έμεινε πολύ καιρό, γιατί τον τραβούσε η πόλη της Παλλάδας. Γι” αυτό στα 306 ήρθε στας Αθήνας, οπού είχε ένα καλό σπίτι με μεγάλο κήπο και εκεί άνοιξε τη Σχολή του, γι” αυτό και οι μαθητές και oι ακροατές του λέγονταν Οι από κήπων (φιλόσοφοι τού κήπου). Ο πλούτος των γνώσεών του, ή κριτική του οξύνοια, το επιθετικό του πνεύμα και η μεγάλη αφοσίωση στο έργο του, η καλοσύνη του, η αγάπη που έδειχνε στους μαθητές του, η ολιγάρκεια του, η πραότητά του και γενικά τα πνευματικά και ψυχικά του προσόντα και χαρίσματα, τον έκαναν αγαπητό και λατρευτό στους μαθητές του. Παρεξηγώντας όμως πολλοί ορισμένες αρχές της διδασκαλίας του κι από έχτρική και πολεμική διάθεση, τον κατηγορούσανε για τις υλιστικές του διδασκαλίες και τόνε λέγανε φαγά, γυναικά και άκόλαστο (Βλ, Διογ. Λαέρτ., Χ, 9 και Άθήναιο, VII, 279f- 280a.) . Όλες όμως oι τέτοιες κατηγορίες είναι ασύστατες, γιατί ο Επίκουρος δε δίδαξε τον υλισμό της σάρκας και τού στομαχιού, αλλά το φιλοσοφικό υλισμό.
Φαίνεται όμως, απ όσα μας πληροφορούν οι αρχαίες παραδόσεις, πως η κριτική που έκανε τού στωικισμού και των άλλων φιλοσοφικών Σχολών τού δημιούργησε πολλούς έχτρούς κι από παν του δέχονταν τα βέλη τού κουτσομπολιού και της άντικριτικής. (Ένας έχτρός του ήταν ο Διότιμος, που έγραψε μεγάλη κριτική ενάντια στη φιλοσοφία του Επίκουρου (βλ. Άθήναιο, XIII, 611b). Σαν εξαιρετικός όμως στοχαστής που ήταν στάλθηκε αμείλιχτος στις επιθέσεις του και φανατικός προπαγανδιστής των δογμάτων του. Όπως είπαμε, η τέτοια του επιθετική στάση του δημιούργησε πολλές αντιπάθειες και πολλούς έχτρούς. Γι αυτό, έξόν από τις άλλες κατηγορίες, τον έλεγαν άκόμα και λογοκλόπο που ξαναμασα τα όσα απ” αυτόν άλλοι φιλόσοφοι δίδαξαν και έγραψαν ( Ό Διογένης Λαέρτιος (Χ, 9) μας πληροφορεί, πως οι συγκαιρινοί τού Επίκουρου, καθώς και οι ύστερα άπ” αυτόν, τον κατηγορούσαν, τονε συκοφαντούσαν και τού φόρτωναν πολλά ελαττώματα και κακίες. Όλα όμως όσα έγραψαν ενάντια του, φαίνεται να είναι παραφουσκωμένα η και ψέματα. .)
Απ όλες τούτες τις αίτιες, αναγκάζονταν να περιαυτολογεί και να κατηγορεί κι αυτός με τη σειρά του τους πριν άπ” αυτόν φιλοσόφους. Έτσι, τους πλατωνικούς τους έλεγε δ ι ο ν υ σ ι ο κ ό λ α κ α ς, επειδή ίσως μερικοί από τους μαθητές τού Πλάτωνα, όπως είδαμε, έγιναν κοπέλια τού τυράννου της Συρακούσας Διονυσίου. Τον ίδιο πάλι τον Πλάτωνα τον αποκαλούσε χλευαστικά χ ρ υ σ ό ν.
Για τον Αριστοτέλη τόνιζε, πως ήταν άσωτος, πως έφαγε την πατρική του περιουσία και πως έγινε στρατιώτης και φαρμακοπώλης (Βλ. Διογ. Λαέρτ., Χ, 8 και Αθήναιο, VIII, 354b) . Κ: επειδή πολλοί ίσως τον κατηγορούσαν, πως αντέγραψε τα όσα ο Πρωταγόρας είπε για τους θεούς, ανταπαντώντας στην κατηγορία αυτή, έλεγε πως ο Πρωταγόρας δεν ήταν φιλόσοφος, παρ” αντιγραφέας τού Δημόκριτου, πως ήταν αχθοφόρος κι έκανε το δάσκαλο στα χωριά. Μα και τον Ηράκλειτο δεν εξαίρεσε. Τον είπε κ υ κ η τ η, δηλαδή θορυβοποιό, εννοώντας μ” αυτό πως, με τα γραψίματα του, έκανε φασαρία, χωρίς να προσθέσει τίποτε καινούργιο, ενώ τον Δημόκριτο τον αποκαλούσε Ληρόκριτον (δηλαδή μωρολόγο) και τους Κυνικούς τους έλεγε έχτρούς της Ελλάδας, τους διαλεκτικούς πολύ φθονερούς και τον Πύρρωνα αγράμματο και αστοιχείωτο (βλ. Διογ. Λαέρτ., Χ, 8).
Όπως βλέπουμε, τα πάθη και τα μίση ανάμεσα στις φιλοσοφικές Σχολές φανάτιζαν τους αρχηγούς των και τους παράσερναν στο να κάνουν, όχι μόνο κουτσομπολιό σε βάρος των αντιπάλων τους, άλλα και να συκοφαντούν και να βρίζουν. Λυτά όμως δε μας ενδιαφέρουν” εκείνο που έχει σημασία για μας είναι η ανάλυση του έργου του Επίκουρου. Όπως είπαμε όμως, αν και ήτανε πολυγραφότατος (Βλ. Διογ. Λαέρτ., Χ, 26.) τα συγγράμματά του χάθηκαν. Μόνο τρεις επιστολές (Η μία στάλθηκε ατόν “Ηρόδοτο, η άλλη στον Πυθοκλή και η τρίτη στον Μενοικέα, που ήταν μαθητές και φίλοι του.) του σώθηκαν από τον Διογένη Λαέρτιο κι έτσι έχουμε μερικά στοιχεία, για να και κατατοπιστούμε στη διδασκαλία του. Απ αυτές, η πρώτη και η τρίτη περιγράφουν σύντομα τη φυσική και ηθική του, ενώ η δεύτερη είναι γραμμένη από κάποιο μαθητή του και πραγματεύεται τη μετεωρολογία του. Το κύριο όμως έργο του ήταν το «Περί φύσεως», σε 37 βιβλία, που λιγοστά αποσπάσματά του σώθηκαν στους Ηρακλειωτικούς κυλίνδρους, που ήταν μέρος της μεγάλης βιβλιοθήκης τού επικούρειου Πίαωνα. Έχουμε όμως ολάκερο το ποίημα του Λατίνου ποιητή Λουκρήτιου Κάρου, «Dererumnatura», που σε πολλά είναι πιστή Αντιγραφή της φυσικής φιλοσοφίας του Επίκουρου κι ετσι μπορούμε να ξέρουμε στα βασικά της σημεία τη διδασκαλία τού μεγάλου φιλοσόφου.
Ο Επίκουρος καταπιάστηκε και με το γνωσιολογικό πρόβλημα. Έγραψε και βιβλίο πάνω σ” αυτό, όπου εκθέτει τη δική του γνωσιολογία, τιτλοφορούμενο «Κανών» ( Κ α ν ώ ν Λογική), η επιστήμη δηλαδή των κανόνων της σκεψης (βλ. Διογ. Λαέρτ., Χ, 31). Ξέρουμε ακόμα και τους τίτλους από μερικά άλλα συγγράμματά του: «Περί τέλους» (για τον ανώτατο σκοπό της ζωής) , «Περί βίων» (δρόμοι της ζωής), «Περί αιρετών και φευκτών» (τι πρέπει να κάνουμε και τι να μην κάνουμε).
Ο Επίκουρος πέθανε στα 270, έβδομηνταδυό χρονών κι άφηνε πολλούς μαθητές και θαυμαστές. Καμιά άλλη αρχαία φιλοσοφική Σχολή δεν ευτύχησε ν” αποχτήσει τόσους οπαδούς και μαθητές και να κρατήσει τόσα πολλά χρόνια.
Οι αρχαίες παραδόσεις ( Βλ. Διογ. Λαέρτ., IV, 43′ Χ, 9.)λένε, πως από τους πολλούς μαθητές και θαυμαστές του κανένας δε μεταπήδησε από τον επικουρισμό σε άλλη Σχολή κι ακόμα, πως ο! μαθητές του έδειχναν τέτοιο σεβασμό στο δάσκαλό τους. που και μετά το θάνατό του έφερναν χαραγμένη την εικόνα του σε δαχτυλιόλιθους και ποτήρια, φανερώνοντας την αφοσίωση τους στη μνήμη του. (“Επικρατούσε ακόμα χρόνια πολλά ύστερα” από το θάνατό του τέτοια ιδεολογική πειθαρχία ανάμεσα στους μαθητές του, που κανένας από τους διαδόχους του δε σκέφτηκε» ούτε και τόλμησε ν” αναθεωρήσει η να συμπληρώσει τη διδασκαλία τού αρχηγού και ιδρυτή της Σχολής. Κάθε μεταρρυθμιστική τάση καταδικάζονταν και θεωρούτανε, όχι μόνο σαν παράπτωμα, αλλά και σαν ασέβεια. Αυτό το πληροφορούμαστε από κάποιο απόσπασμα, που λέει:
«Μηδ” αύτοίς είπείν πω εναντίον, ούτε άλλήλοις, ούτε Έπικούρω μηδέν ότου και μνησθήναι άξιον, άλλ” εστιν αύτοϊς παρανόημα, μάλλον δε άσέβεια και κατέγνωσται το καινοτομηθέν.» (Fragmen- taPhilosophorum, Mullach, II, 153, 2). Βλ. και Θεμίστιο, Ρητ., IV και Σενέκα, Έπιστ., 33, 4. )
Μαθητές τοι σαν όνομα ήταν οι διάδοχοι του στην αρχηγία της Σχολής: o Μητρόδvρος, oΕρμαχος, oΠολύαινος και o Κωλώτης. Ο Μητρόδωρος (330 – 277) κατάγονταν από τη Λάμψακο και ήταν καλά καταρτισμένος και φανατικός Επικούρειος. Έγραψε κι αυτός πολλά ( Από τον Διογένη Λαέρτιο διασώθηκαν μόνο οι τίτλοι των συγγραμμάτων του, ήτανε σαν το δάσκαλό του εριστικός κι επιθετικός (Βλ. Πλούταρχου, Προς Ινωλώτην, 33, 1127b.) Ο Επίκουρος τον αγάπησε πολύ και ο Κικέρων τόνε λέει δεύτερο Επίκουρο. Ο Έρμαχος ήταν Μυτιληναίος και πήρε την αρχηγία της Σχολής στά 265. Έγραψε κι αυτός πολλά βιβλία και σ ένα κριτικάρησε τη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή, «Επιστολικά περί Εμπεδοκλέους». Επίσης άσκησε μεγάλη κριτική ενάντια στις διδασκαλίες του Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Ο Επίκουρος εκτιμούσε πολύ τις ικανότητες του και τον αγαπούσε (βλ. “Αθηναιο, XIII, 588b). Από τα έργα του όμως δε σώθηκε τίποτα.Ο Πολύαινος κατάγονταν από τη Λάμψακο. Αν και λίγο νεότερος από το δάσκαλό του, πέθανε πριν απ” αυτόν, όπως και ο Μητρόδωρος. Δεν έγραψε τίποτα και η ιστορία του αρχαίου υλισμού δεν του χρωστά τίποτα, γιατί δεν μπόρεσε να γίνει γνωστός και να δράσει σε πλατύτερους κύκλους, αφήνοντας συγγράμματα και μαθητές.
Ο άλλος μαθητής του Επίκουρου Κολώτης ήταν κι αυτός Λαμψακηνός. ήταν κι αυτός φανατικός στις ιδέες του κι έγραψε πολλά συγγράμματα κι έγινε πολύ ακουστός για την κριτική που άσκησε ενάντια στα φιλοσοφικά συστήματα του Εμπεδοκλή και του Παρμενίδη. Έγραψε ακόμα και μονογραφία, για να δείξει τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη φιλοσοφία του Δημόκριτου και του Επίκουρου. Επίσης κριτικάρισε την πλατωνική ιδεοκρατία και πολιτειολογία, καθώς και την ηθικολογία του Σωκράτη. Τόνισε μάλιστα πως ο Αθηναίος φιλόσοφος, που τόσος γίνεται λόγος γι αυτόν, άλλα δίδασκε κι άλλα έκανε. Τον Κωλώτη αντέκρουσε ο Πλούταρχος σε ειδική μονογραφία, «Προς Κωλώτην». Πιο ύστερα, ο Πολύστρατος, γύρω στα 230, μαθητής του Έρμαχου, έγραψε μιαν αξιόλογη μελέτη με τον τίτλο «Περί αλόγου καταφρονήσεως» (για την παράλογη περιφρόνηση των λαϊκών δοξασιών) .
Άλλοι μαθητές – διδάσκαλοι του επικουρισμού ήταν: ο Απολλόδωρος, ο Ζήνων ο Σιδώνιος, ο Φαιδρός, που δίδαξε και τον Κικέρωνα, ο Σίρων, δ δάσκαλος του Βιργιλίου, ο Φιλόδημος από τα Γάδαρα, που αρκετά του έργα και αποσπάσματα σώθηκαν.
Όπως βλέπουμε, ο επικουρισμός επηρέαζε στους ρωμαϊκούς χρόνους την πνευματική ζωή της μεγάλης πόλης, που είχε γίνει κοσμοκράτειρα. Υπήρχαν κιόλας, γύρω στα 150 χρόνια πριν την αρχή της χρονολογίας μας, λατινικά συγγράμματα, που εκθέτανε τη φιλοσοφία του Επίκουρου, όπως του C. Amafinius(βλ. Κικέρ., Τουσκ., IV, 3, 6 και πέρα) και το σπουδαίο φιλοσοφικό ποίημα που έγραψεν ο LucretiusCarus(01 – 51), που, όπως ξέρουμε, είναι η σπουδαιότερη πηγή της φιλοσοφίας του.
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΠΙΚΟΥΡΟ
1. Η ερευνά και η τέχνη του ζην
Ο Επίκουρος επέμεινε, στη διδασκαλία του, οι μαθητές του να μελετούν πολύ κι αυτό, για να είναι κατατοπισμένοι πάνω στο ζήτημα, ποια είναι τα πρώτα στοιχεία από τα όποια έγινε ο κόσμος και, παράλληλα, να ξέρουν, ποιες είναι οι πηγές από τις όποιες γνωρίζαμε τον εξωτερικό κόσμο και γενικά παίρνουμε ειδήσεις και γνωρίζουμε την αντικειμενική πραγματικότητα. Αυτό όμως το έκανε οχι για να οικοδομήσει πάνω σε αφαιρεμένες και μεταφυσικές έννοιες το φιλοσοφικό του σύστημα, όπως ο Πλάτων και άλλοι, αλλά για να στηρίξει την υλιστική του διδασκαλία. Ξεκινώντας από την άποψη αυτή, συμφωνούσε με τους Στωικούς, που δίδασκαν πως η φιλοσοφία πρέπει να έχει πραχτικούς σκοπούς
«’Επίκουρος έλεγε την φιλοσοφίαν ένέργειαν είναι, λόγοις και διαλογισμούς τον ευδαίμονα βίον περιποιούσαν.» (Σεξ. Εμπ., Προς μαθ., XI, 169. Βλ. καΐ Διογ. Λαέρτ., Χ, 122). και πως ο βασικός της σκοπός είναι να συντελέσει στην ε υ δ α ι μ ο ν ι α τού ανθρώπου (Διογ. Λαέρτ., Χ, 87)
Συνακόλουθα, ο φιλόσοφος δεν πρέπει να καταπιάνεται με προβλήματα καθαρώς μεταφυσικά. Βέβαια, η φιλοσοφική σκέψη πρέπει να προσπαθεί να δημιουργήσει, με βάση τα πορίσματα των επιστημών, μια κοσμοθεωρία, μα στην προσπάθειά της αυτή δεν πρέπει να χάνεται μέσα στα σύννεφα της μεταφυσικής. Έργο της είναι να βρίσκεται πάντα προσγειωμένη, γιατί το κύριο μέλημά της πρέπει να είναι ο κόσμος ο γήινος. Άρα, μελετώντας και ερευνώντας τα ουράνια φαινόμενα, πρέπει τις αποχτημένες γνώσεις μας να τις χρησιμοποιούμε για την καλυτέρεψη των βιοτικών και πνευματικών συνθηκών. Η αληθινή φιλοσοφία λοιπόν, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η τ ε χ ν η του ζ η ν. Δε θέλει φυσικά ρώτημα, πως η μάθηση έχει άξια, μα έχει πιο μεγάλη άξια, αν ο φιλόσοφος μαθαίνει με την έρευνα και μελέτη πράγματα που μπορούν να δώσουν σωστή κατεύθυνση στις πραχτικές ανάγκες του ανθρώπινου βίου. Γι” αυτό και υποστήριζε, πως δεν πρέπει ο μορφωμένος να χάνει τον καιρό του διαβάζοντας τραγούδια και κάθε είδους παραμύθια η ακόμα και τις πλατωνικές μωρίες.
Επίσης έλεγε πως είναι χαμένος καιρός, όταν σπουδάζουμε την τεχνική της ρητορικής η όταν δίνουμε μεγάλη σημασία στη διαλεκτική, ατούς ορισμούς της, τις διαιρέσεις και τις σοφιστικές αποδείξεις της, όπως το έκαναν κυρίως οι αριστοτελικοί και οι Στωικοί. Για τον Επίκουρο, ο φιλόσοφος πρέπει να γράφει και να διδάσκει με σαφήνεια τα θέματά του, αφήνοντας κατά μέρος κάθε επιτήδευση φιλολογική και σχολαστική, που αποβλέπει στο να δείξει πολυμάθεια. Ο φιλόσοφος πρέπει να μιλεί με την απλή λογική των γεγονότων και όχι ν” αερολογεί, αραδιάζοντας στριφνές και αφηρημένες φράσεις (Λένε πολλοί, πως ο Επίκουρος δεν είχε ύφος, πως δε χτένιζε τα έργα του και πως δεν ενδιαφέρονταν για τη λογοτεχνική τους διατύπωση. Δε φαίνεται σωστή η παρατήρηση αυτή, αφού δεν έχουμε ακέραιο το έργο του για να κρίνουμε. Φαίνεται όμως σωστό, πως, σα φιλόσοφος που ήταν, δε σκοτίζονταν ίσως πολύ για το ύφος του).
2. Η φυσική τού Επίκουρου
Από τον τέτοιο μεθοδολογικό προσανατολισμό του, δίδασκε πως το κέντρο των φιλοσοφικών αναζητήσεων βρίσκεται στην περιοχή της φυσικής. Μόνο με τη μελέτη και ερευνά του φυσικού κόσμου αποχτούμε εξακριβωμένες γνώσεις και υπάρχει η απαραίτητη εμπειρία, που μας καθοδηγεί στην κατανόηση του αισθητού κόσμου. Άμα καταλάβουμε, τόνιζε, τι είναι φυσικό και τι ζητεί από μας η φύση, θα γίνουμε ηθικότεροι, γιατί γνωρίζοντας την εσωτερική ουσία των παθών μας θα μπορούμε να τα μετριάσουμε, καθώς και να περιορίσουμε τις ανάγκες μας σε κείνο που μας χρειάζεται και μας είναι απαραίτητο. Κι ακόμα, κατανοώντας την υπόσταση και ουσία του φυσικού μας περίγυρου, θα γνωρίσουμε τα φυσικά αίτια, που πότε μας κάνουν καλό και πότε κακό κι έτσι θα ελευθερωθούμε από τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες τους φόβους και τα κάθε λογής φαντάσματα, που μας κάνουν δυστυχισμένους (Ή κατανόηση και η ανακάλυψη των νόμων που κυβερνούν τη φύση και προκαλούν τα φυσικά φαινόμενα μας φέρνει την αταραξία και την ψυχική γαλήνη (Διογ. Λαέρτ., Χ, 80 και 85).
Μόνο λοιπόν αν εξυπηρετεί η φιλοσοφία τις βιοτικές ανάγκες, συντελεί στην ευδαιμονία του ανθρώπου. Και, πραγματικά, μελετώντας τα φυσικά φαινόμενα και γνωρίζοντας τους νόμους που τα διέπουν (τη νομοτέλεια), μπορούμε ν” αποχτήσουμε ψυχική γαλήνη και αταραξία (Διογ. Λαέρτ., Χ, 143).
Αν ξέρουμε, τι υπάρχει έξω από μας και γιατί γίνονται τα όσα βλέπουμε, δε θα μας κρατάει κανένας φόβος. Το έργο λοιπόν της φιλοσοφίας είναι να βρει τις αιτίες που προκαλούν τα φυσικά φαινόμενα (Διογ. Λαέρτ., Χ, 78). Η τέτοια επίδοση του κάθε διανοουμένου τόνε φέρνει στον ίσιο δρόμο και τον κάνει ν” αποχτήσει την αληθινή σοφία. Ένας όμως πραγματικά σοφός δε φοβάται από τίποτα. Αν μας ενοχλούσε η ιδέα των θεών και του θανάτου, δίδασκε, δε θα είχαμε ανάγκη να σπουδάζουμε τη φυσική, γιατί θα ήμασταν ήσυχοι, πως, πεθαίνοντας, δεν είχαμε να πάθουμε κανένα κακό (βλ. Διογ. Λαέρτ., Χ, 82, 85 και 112).
Με τη σπουδή της φυσικής, ο άνθρωπος αποχτά το αίσθημα της ψυχικής γαλήνης και αταραξίας. Δε φοβάται για ότι βλέπει να γίνεται γύρω του και κυρίως δεν τρομοκρατείται από μερικά φυσικά φαινόμενα (έκλειψη φεγγαριού, ήλιου, σεισμούς, νεροποντές κλπ.) , γιατί θα ξέρει πως δεν είν” αποτελέσματα κάποιου υπερφυσικού όντος, μα φυσικά φαινόμενα που έχουν το λόγο τους σε ορισμένες αιτίες
«Ει μηδέν ήμάς οι των μετεώρων υποψίοα ήνώχλουν…, ουκ αν προσεδεόμεθα φυσιολογίας.» (Κύριαι δόξαι, 11)
Μέσα στη φύση, ότι γίνεται, προέρχεται από φυσικά αίτια και όλα γίνονται κάτω από την αλληλουχία αιτίας και αποτελέσματος. Άρα, δεν υπάρχει καμιά Ειμαρμένη η Λόγος η Πρόνοια και κανένας σκόπιμος προορισμός (τέλος) . Το κάθε τι που γίνεται μέσα στη φύση είναι το επακόλουθο φυσικής ανάγκης (Η κίνηση και η διάταξη των ουρανίων σωμάτων, καθώς και οι τροπές του ήλιου, οι εκλείψεις, η ανατολή και δύση και τα άλλα τέτοια φαινόμενα, δεν είναι έργο κανενός τρίτου, που βρίσκεται πάνω απ” αυτά και τα κυβέρνα. (Διογ. Λαέρτ., Χ, 76). Η Πρόνοια λοιπόν των Στωικών είν” ένα παραμύθι και τίποτα άλλο.
3. Η οντολογία τού Επίκουρου
Ο Επίκουρος, όπως και ο Δημόκριτος, παραδέχονταν πως ο κόσμος είναι καμωμένος από μικρά σωματάκια (άτομα), που κινούνται μέσα στο Σύμπαν και δε χάνονται. Αν όμως διαβάσουμε με προσοχή τις τρεις επιστολές του, καθώς και τον Λουκρήτιο, θα ιδούμε πως σε πολλά δε συμφωνεί με τον Δημόκριτο. Ήταν και οι δύο υλιστές, μα στην ανάπτυξη της φυσικής φιλοσοφίας ο Επίκουρος χωρίζονταν από τον Δημόκριτο. Να τι γράφει ο Αέτιος:
«Επίκουρος δ” άπερίληπτα (απεριόριστα) είναι τα σώματα και τα πρώτα δ” άπλα, τα δ” ες έκείνων συγκρίματα πάντα βάρος έχει ν” κινείσθαι δε τα άτομα, ποτέ μεν κατά στάθμην, ποτέ δε κατά παρέγκλισιν, τα δ” άνω κινούμενα κατά πληγήν, κατά παλμόν.» (Ψ/Πλούταρχος, Περί αρ. φιλ., XII, 883a – b)
Και δίδασκε ακόμα:
«Επίκουρος. . . (κατά Δημόκριτον φιλοσοφήσας) έφη τας άρχάς των όντων σώματα λογω θεωρητά, άμέτοχα κενού, αγένητα, αίδια, άφθαρτα, ούτε θραυσθήναι δυνάμενα, ούτε διαπλασιν εκ των μερών λαβείν, ουτ” άλλοιωθήναι είναι δ” αυτά λογω θεωρητά ταύτα μέντοι κινείσθαι εν τω κενώ και δια του κενού είναι δε και αυτό το κενόν άπειρον και τα σώματα άπειρα συμβεβηκέναι δε τοις σώμασι τρία ταύτα, σχήμα, μέγεθος, βάρος. Δημόκριτος μεν γαρ έλεγε δύο, μέγεθός τε και σχήμα, ο δ” Επίκουρος τούτοις και τρίτον, το βάρος, προσέθηκεν «άνάγκη γαρ, φησί, κινείσθαι τα σώματα τη του βάρους πληγή έπεί ου κινηθήσεται.» Είναι δε τα σχήματα των άτόμων άπερίληπτα, ουκ άπειρα μη γαρ είναι, μήτ” άγκιστροειδείς, μήτε τριαινοειδείς, μήτε κρικοειδείς ταύτα γαρ τα σχήματα εύθραυστά έστιν αι δ” άτομοι άπαθείς, άθραυστοι, ίδια δ” έχειν σχήματα, λόγω θεωρητά…» (Ψ/Πλούταρχου, Περί άρεσ. φιλ., III 877(1
Διορθώνοντας η συμπληρώνοντας τον Δημόκριτο, υποστήριζε πως τα άτομα έχουν βάρος, είναι ορισμένα στον αριθμό, έχουν διαφορετικό μέγεθος και δύναμη και, παράλληλα, είναι αναλλοίωτα, άφθαρτα. Αναφορικά πάλι με την κίνηση, δίδασκε πως, αν δεν υπήρχε χώρος και έκταση, τότε τα άτομα δε θα μπορούσαν να σταθούν, ούτε θα υπήρχε διάστημα όπου κινούνται. Η κίνηση λοιπόν είναι ολοφάνερη. Γι” αυτό επέμεινε στη διδασκαλία του, πως μόνο το σωματοειδές και τό κ ε ν ό ν υπάρχουν, δηλαδή ή φύσις άναφής.
Το βασικό λοιπόν πρόβλημα της οντολογίας είναι ν” αποδείξει, πως όλα τα φαινόμενα δημιουργούνται από τη φύση και πως οι αιτίες τους δεν είναι μυστηριώδικες (Λουκρήτ., VI, 759). Έτσι, αντικρούοντας τους Στωικούς και τους πλατωνικούς, το πως δεν υπάρχει καμιά έξωκοσμική η έσωκοσμική δύναμη, που κυβερνά τον κόσμο:
«Δημόκριτος δε και Επίκουρος και όσοι τα άτομα εισηγούνται και το κενόν, ούτ” έμψυχον, ούτε προνοίςι διοικεισθαι (τον κόσμον), φύσει δε τινι άλόγω.» (Ψ/Πλούταρχος, Περί άρεσ. φιλ., II, III, 885d)
Αναφορικά πάλι με την ουσία της αντικειμενικής πραγματικότητας, τόνιζε πως:
«Φθαρτόν [είναι τον κόσμον], ότι και γενητόν, ως ζώον, ως φυτόν.» (Ψ/Πλούταρχος, στο ίδιο βιβλ., II, IV, 886e)
Μα και ο ίδιος, στην επιστολή του στο φίλο του Ηρόδοτο (βλ. Διογ Λαέρτ., Χ, 35 – 83), εκθέτει στα βασικά τους σημεία τις αντιλήψεις του για την αντικειμενική πραγματικότητα — για τον εξωτερικό κόσμο — και μας δίνει μια σύνοψη των θεωριών του, που, όπως είπαμε, σε πολλά διαφέρουν από τη φυσική διδασκαλία του Δημόκριτου. Ο κόσμος λοιπόν γεννήθηκε από τα ά τ ο μ α και τον κενό χ ώ ρ ο. Ο κενός χώρος (άναφής φύσις) αποτελεί βασικό στοιχείο της φυσικής του Επίκουρου. Δίχως τον κενό χώρο δεν μπορεί να υπάρξει καμιά κίνηση.
Παραδέχονταν ακόμα, πως υπήρχαν δυο είδη κίνησης, το κατά στάθμην και το κατά παρέγκλισιν, διαφωνώντας και στο σημείο αυτό με τον Δημόκριτο:
«Επίκουρος, δύο είδη της κινήσεως, το κατά στάθμην και το κατά παρέγκλισιν.» (Ψ/Πλούταρχος, Περί άρεσ. φιλ., I, XIII, 884c)
Από την κίνηση των ατόμων, που πότε σμίγουν και πότε σπρώχνονται, γεννήθηκε το πλήθος των κόσμων κι από την ασταμάτητη πάλι κίνηση των ατόμων, προέρχεται η γένεση και δ χαλασμός των αισθητών όντων. Τόνιζε ακόμα, όπως είδαμε, πως οι μόνες ιδιότητες των ατόμων είναι το βάρος, το μέγεθος και το σ χ ή μ α.
4. Η γνωσιολογία τού Επίκουρου
Σχετικά με το γνωσιολογικό πρόβλημα, δ Επίκουρος, άπ” τις αρχαίες γραφτές μαρτυρίες που έχουμε, ξέρουμε πως χώριζε τη φιλοσοφία σε τρία τμήματα: στη λογική, τη φυσική και την η θ ι κ η, αλλά τη λογική τη δέχονταν χάρη της φυσικής και τη φυσική χάρη της ηθικής (Διογ. Λαέρτ., Χ, 29 – 30) .
Έτσι, η λογική είναι σα να λέμε μια γενική Εισαγωγή στη φυσική και ηθική και, παράλληλα, μια καθαρή επιστήμη της γνώσης, που έρευνα και μας μαθαίνει τους κανόνες με τους οποίους σκεφτόμαστε και μας γνωρίζει τα κριτήρια της αλήθειας, γι” αυτό και την τιτλοφορούσε Κανονική. Για τον Επίκουρο, κριτήριο αποκλειστικό της αλήθειας είναι η αίσθηση .
«Επίκουρος ποίοαν αίσθησιν καί πάσαν φαντασίαν αληθή, των δε δόξων τάς μέν αληθείς, τάς δέ ψευδείς καί ή μέν αΐσθησις μοναχώς ψευδοποιείται κατά τά νοητά, ή δε φαντασία διχώς καί γάρ αίσθητών έστι φαντασία και νοητών.» (Ψ/Πλούταρχος, Περί άρεσκ. φιλοσόφ., IV, IX, 899f).
Πιο πολύ τα αίσθητήριά μας όργανα μας πληροφορούν για την υπόσταση του αντικειμενικού κόσμου, παρά ο Λόγος, αφού κι αυτός παράγεται από τις αισθήσεις και δεν είναι αυτόνομος η ανεξάρτητος άπ” αυτές.
«Πας λόγος άπό τών αισθήσεων ήρτηται.» Καί: «Αί έπίνοιαι πάσα·, άπό τών αίσθήσεων.» (Διογ. Λαέρτ., Χ, 32).
Αν δεν πιστεύουμε στις εντυπώσεις πού μας δίνουν οι αισθήσεις, τότε δεν μπορεί να υπάρξει κανένα χαρακτηριστικό γνώρισμα τής αλήθειας, καμιά σταθερή πεποίθηση για ο,τι συμβαίνει στον έξω από μας κόσμο και, συνεπούμενα, δε θα είναι δυνατή καμιά πρακτική μας ενέργεια. Αν κάποτε οι αισθήσεις δε μας πληροφορούν σωστά για τον αντικειμενικό κόσμο, το φταίξιμο είναι δικό μας, γιατί στους συλλογισμούς πού κάνουμε πήραμε στραβό δρόμο κι έτσι πέσαμε έξω στις κρίσεις μας.
«Λέγων εστίν ο Επίκουρος, κριτήρια τής αληθείας είναι τάς αισθήσεις και προλήψεις και τα πάθη.» (Διογ. Λαέρτ., Χ, 31).
Μια και οι εικόνες (είδωλα), πού τα αισθητήρια μας όργανα παίρνουν από τα αντικείμενα, ως πού να φτάσουν σε μας (στα μάτια, στα αυτιά μας κλπ.), αλλάζουν κάπως στο αναμεταξύ, δεν έχουμε \ολοκληρωμένη και σωστή την εικόνα. Κι αυτό, δεν πρέπει να συγχέουμε την υποκειμενική μας εντύπωση με την αντικειμενική υπόσταση τού αντικειμένου, γιατί υπάρχει διαφορά και ή διαφορά αυτή είναι δημιούργημα τής κρίσης μας (Βλ. Διογ. Λαέρτ., Χ, 31 και 50 καί Σέξτ. Έμπ., Πρός μαθ., VII, 203 – 216.).
Με το να επαναλαβαίνονται όμως ορισμένες εικόνες, πού τις παίρνουν τα αισθητήρια μας όργανα από τον εξωτερικό κόσμο, γεννιέται ή π ρ ό λ η ψ ι ς, πού δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ή γενική εικόνα πού σχηματίζεται και κρατιέται στη μνήμη μας. Δηλαδή, από τα αισθήματα πού μπαίνουν μέσα μας, είτε με τη μορφή ειδώλων (εικόνων), είτε σά ρεύματα, γεννιούνται μνημονικές παραστάσεις ή γενικές έννοιες (προλήψεις), πού απ” τις πολλές φορές χαράζονται και αποτυπώνονται στο μνημονικό μας
«Τήν δε πρόληψιν λέγουσιν (οί Επικούρειοι) οίονεί κατάληψιν ή δόξαν ορθήν ή έννοιαν ή καθολικήν νόησιν έναποκειμένην, τουτέστι μνήμην του πολλάκις έξωθεν φανέντος.» (Διογ. Λαέρτ., Χ, 33).
Το πράγμα όμως είναι διαφορετικό, αν σχηματίσουμε γνώμη (ύπόληψιν) έξω από την αντικειμενική πραγματικότητα, ξεκινώντας από το γνωστό για το άγνωστο. Τότε, για να είναι σωστή μία τέτοια γνώμη, πρέπει, αν βρίσκεται σε σχέση με κάτι μελλούμενο, να επιβεβαιωθεί από την πείρα κι αν σχετίζεται με τα κρυφά αίτια των φαινομένων, να μην έρχεται σε αντίθεση με την πείρα.
θεμελιώνοντας πάνω σ” αυτές τις βάσεις τη γνωσιολογία του, καταπολεμούσε κάθε αντίθετη άντιυλιστική διδασκαλία και, κυρίως, την υποκειμενική αισθησιοκρατία των Στωικών. Δεν είναι καθόλου σωστή ή άποψη των Στωικών, τόνιζε, πού Ισχυρίζονται πώς οι εντυπώσεις προέρχονται από ομοιώματα (φάσματα, είδωλα) . Το αντίθετο, κάθε τι πού ενεργεί είναι σωματικό και, ενεργώντας, παράγει εντυπώσεις. Γι” αυτό δίδασκε πώς τα φάσματα (είδωλα) δεν είναι νοητικά σκιαγραφήματα (έννοήματα), καθώς υποστήριζαν οι Στωικοί, μα «εικόνες» του πραγματικού κόσμου:
«Έννόημα δ” έστι φάντασμα διανοίας, ούτε τι ον, ούτε ποιόν, ωσανεί δε τι ον και ώσανεί ποιόν, οίον αποτύπωμα ίππου και μη παρόντος.» (Διογ. Λαέρτ., VII, 61)
Συνεχίζεται….
Αναρτήθηκε από Μιχάλη
Σχετικά με τη δημοσίευση σχολίων:
1. Δεν δεχόμαστε σχόλια χρηστών με «greeklish» (ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες).
Με βάση τους παραπάνω κανόνες, η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής, ή τροποποίησης σχολίων, χωρίς την παραμικρή υποχρέωση εξηγήσεων.2. Αποφεύγετε να δημοσιεύετε άσχετα με το θέμα σχόλια.
3. Δεν επιτρέπονται οι προσωπικοί προσβλητικοί χαρακτηρισμοί.
4. Ο σχολιαστής υποχρεούται να διατηρεί ένα και μοναδικό όνομα ή ψευδώνυμο.
5. Έχετε δυνατότητα να διορθώσετε το σχόλιό σας, σε διάστημα εντός 20 λεπτών.
6. Την ευθύνη της εγκυρότητας κάθε αναφοράς, την έχουν αποκλειστικά και μόνο οι σχολιαστές.